- randh
- रन्ध्
Indonesian dictionary. 2014.
Indonesian dictionary. 2014.
randhæbbend — m ( es/ ) shield bearer, a warrior with a shield, warrior … Old to modern English dictionary
λάσανον — λάσανον, τὸ (Α) 1. (πολύ συχνά στον πληθ.) τὰ λάσανα τρίπολη σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούσαν τη χύτρα 2. (στον εν.) έδρα για αποπάτηση, καθοίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek