- amīva
- अमीव
Indonesian dictionary. 2014.
Indonesian dictionary. 2014.
amīva-cā́tana — अमीवचातन … Indonesian dictionary
amīva-hán — अमीवहन् … Indonesian dictionary
an-amīvá — अनमीव … Indonesian dictionary
aimer — vt. ÂMÂ (Abondance 031, Aillon Jeune 234, Aillon Vieux 273, Aix 017, Albanais 001, Albertville 021, Alex 019, Annecy 003, Arvillard 228, Attignat Oncin 253, Balme Sillingy 020, Beaufort 065, Bellecombe Bauges 153, Bellevaux 136, Billième 173,… … Dictionnaire Français-Savoyard
ομοίιος — (I) ὁμοίιος, ον (Α) (για τα γηρατειά, τον πόλεμο και τον θάνατο) κακός, ολέθριος ή αυτός που είναι κοινός για όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Η λ. σήμαινε αρχικώς «αυτός που είναι κοινός, όμοιος για όλους» και αποτελεί επικ.… … Dictionary of Greek