- snāván
- स्नावन्
Indonesian dictionary. 2014.
Indonesian dictionary. 2014.
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek
nerve — {{11}}nerve (n.) late 14c., nerf sinew, tendon, from O.Fr. nerf and directly from M.L. nervus nerve, from L. nervus sinew, tendon; cord, bowstring, metathesis of pre L. *neuros, from PIE * (s)neu tendon, sinew (Cf. Skt. snavan band, sinew, Arm.… … Etymology dictionary