- ṡvaghnín
- श्वघ्निन्
Indonesian dictionary. 2014.
Indonesian dictionary. 2014.
ṡvaghnin — श्वघ्निन् … Indonesian dictionary
Κανδαύλης — Κανδαύλης, ὁ (Α) 1. λυδική ονομασία τού Ερμή 2. όνομα Λυδού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κλητική Κανδαύλα χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία ως επίκληση όπως το κυνάγχα (επίκληση στον Ερμή κατά το παιχνίδι τών ζαριών) < κύων, κυν ός + ἄγχω «πνίγω,… … Dictionary of Greek