- tamāla-pattra
- तमालपत्त्र
Indonesian dictionary. 2014.
Indonesian dictionary. 2014.
μαλάβαθρον — και μαλόβαθρον, τὸ (Α) αρωματικό ινδικό φυτό, πιθ. είδος τού κινναμώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. < αρχ. ινδ. tamāla pattra «τα φύλλα τού δέντρου tamāla », το οποίο μεταγράφηκε στην Ελληνική ως μαλάβαθρον (πρβλ. λατ. malabathrum και… … Dictionary of Greek
malabathrum — ˌmaləˈbathrəm noun ( s) Etymology: Latin malabathrum, malobathrum, from Greek malabathron, modification of Sanskrit tamālapattra garcinia leaf, from tamāla garcinia (perhaps from tamas darkness) + pattra leaf, wing, feather; akin to Sanskrit… … Useful english dictionary