ūrṇa-mradas

ūrṇa-mradas
ऊर्णम्रदस्

Indonesian dictionary. 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βλέννα — η (AM βλέννα) το έκκριμα της μύτης, μύξα νεοελλ. γλοιώδης και ημιδιαφανής έκκριση των βλεννογόνων αδένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δύο ν των λέξεων βλέννα και βλέννος οφείλονται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό, εκτός άν ο τ. βλέννος θεωρηθεί ότι προήλθε από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”