varṡman

varṡman
वर्श्मन्

Indonesian dictionary. 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …   Dictionary of Greek

  • Rome — O.E., from O.Fr. Rome, from L. Roma, of uncertain origin. The original Roma quadrata was the fortified enclosure on the Palatine hill, according to Tucker, who finds no probability in derivation from *sreu flow, and suggests the name is most… …   Etymology dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”