- dhūmarī
- धूमरी
Indonesian dictionary. 2014.
Indonesian dictionary. 2014.
θυμάλωψ — θυμάλωψ, άλοπος, ὁ (Α) κομμάτι ξύλου ή αναμμένου κάρβουνου, δαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός «καπνός» + αλ ωψ κατά το νυκτ άλ ωψ. Το τελευταίο συνθετικό ωψ «πρόσωπο» απαντά σε αρκετά συνθετικά έχοντας χάσει τη λεξική του σημασία και λειτουργώντας ως… … Dictionary of Greek