- lopāṡá
- लोपाश
Indonesian dictionary. 2014.
Indonesian dictionary. 2014.
alopecia — noun Etymology: Middle English allopicia, from Latin alopecia, from Greek alōpekia, from alōpek , alōpēx fox; akin to Armenian ałuēs fox, Sanskrit lopāśa Date: 14th century loss of hair, wool, or feathers ; baldness • alopecic adjective … New Collegiate Dictionary
αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… … Dictionary of Greek