Indonesian dictionary. 2014.
πιπώ — οῡς, ἡ, Α δρυοκολάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το αρχ. ινδ. pippakā (πρβλ. πιπίζω [Ι], πίφιγξ)] … Dictionary of Greek