- práthas
- प्रथस्
Indonesian dictionary. 2014.
Indonesian dictionary. 2014.
práthas-vat — प्रथस्वत् … Indonesian dictionary
sa-prathas — सप्रथस् … Indonesian dictionary
urú-práthas — उरुप्रथस् … Indonesian dictionary
plā̆ t- (plā̆ d-), plē̆ t-, plō̆ t-, plǝt- — plā̆ t (plā̆ d ), plē̆ t , plō̆ t , plǝt English meaning: wide, flat Deutsche Übersetzung: “breit and flach; ausbreiten” Note: extension to pelǝ : plü ds., see there; to Vokalverhältnis compare plük : plēk ds. and plük : plēk … Proto-Indo-European etymological dictionary
πλάτος — (I) ὁ, Α πλάτας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πλάτης / πλάτας κατά τα αρσ. σε ος]. (II) το, ΝΜΑ 1. η τρίτη διάσταση τών στερεών εκτός από το μήκος και το ύψος, εύρος, φάρδος (α. «το πλάτος τού τοίχου» β. «νῆσον... μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων,… … Dictionary of Greek