prati-pratīka

prati-pratīka
प्रतिप्रतीक

Indonesian dictionary. 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • pratikti — pratìkti 1. intr. išlįsti, kyšoti iš po ko: Pasaitas nuo kelnių iš apačios pratìkęs J. 2. intr. J, DŽ, NdŽ, Rt, Krt, Grg išlįsti, pasirodyti, prasimušti (apie saulę): Iš ryto buvo saulė pratìkusi Dov. Saulė pro debesį pratiñka leisdamos,… …   Dictionary of the Lithuanian Language

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”