vraska

vraska
व्रस्क

Indonesian dictionary. 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • vráska — e ž (ā) star. 1. (kožna) guba: žalost ji je zarezala globoke vraske v obraz 2. brazgotina: imeti rdečo vrasko na čelu …   Slovar slovenskega knjižnega jezika

  • ā-vraska — आव्रस्क …   Indonesian dictionary

  • nir-vraska — निर्व्रस्क …   Indonesian dictionary

  • pra-vraska — प्रव्रस्क …   Indonesian dictionary

  • yū́pa-vraská — यूपव्रस्क …   Indonesian dictionary

  • u̯er-7 (*su̯er-) —     u̯er 7 (*su̯er )     English meaning: to tear     Deutsche Übersetzung: “aufreißen, ritzen”     Note: base for extensions:     Material: A. u̯erd : Av. varǝdva ‘soft, lax “, O.C.S. vrědъ, Russ. véred “wound”; u̯red : O.Ind. avradanta ‘sie… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • List of settlements in the Chania prefecture — This is a list of settlements in the Chania Prefecture, Greece. Contents 1 A–B 2 C–D 3 E–F 4 G–I 5 …   Wikipedia

  • ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …   Dictionary of Greek

  • ράκος — το / ῥάκος, εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α 1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα 2. κομμάτι παλιού υφάσματος νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”