- ghāsé-ajra
- घासेअज्र
Indonesian dictionary. 2014.
Indonesian dictionary. 2014.
aĝ- (*heĝ-) — aĝ (*heĝ ) English meaning: to lead, *drive cattle Deutsche Übersetzung: “treiben” (actually probably “mit geschwungenen Armen treiben”), ‘schwingen”, in Bewegung setzen, fũhren” Grammatical information: originally limited to… … Proto-Indo-European etymological dictionary
άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά … Dictionary of Greek